Κοκκυγοδυνία


Η κοκκυγοδυνία είναι η εμφάνιση πόνου στην περιοχή του κόκκυγα. Η πρώτη αναφορά έγινε το 1600, αλλά ο όρος χρησιμοποιήθηκε το 1859. Προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη κόκκυξ (κούκκος), επειδή ο κόκκυγας του ανθρώπου προσομοιάζει με το ράμφος του πτηνού.

Παρατηρείται συνήθως στους εφήβους και τους ενήλικες και μερικές φορές στα παιδιά. Η κοκκυγοδυνία είναι πέντε φορές πιο συχνή στις γυναίκες, επειδή ο κόκκυγας προβάλλει περισσότερο απ' ότι στους άνδρες ή λόγω κακώσεων κατά τη διάρκεια του τοκετού.

Παρά το γεγονός ότι εμφανίζεται σε συχνότητα χαμηλής οσφυαλγίας περίπου 1% στον γενικό πληθυσμό, είναι ιδιαίτερα σπάνια πάθηση.

Διάφορες αιτίες έχουν περιγραφεί για την κοκκυγοδυνία.

Οι συχνότερες είναι οι πτώσεις με άμεση κάκωση της ιεροκοκκυγικής χώρας καθώς και ο τοκετός με τις ανατομικές αλλαγές που επιβάλλονται στη γυναίκα κατα την διάρκεια της κύησης.

Πάνω από το 1/3 όλων των περιπτώσεων κοκκυγοδυνίας είναι ιδιοπαθούς φύσεως. Άλλες, λιγότερο συχνές αιτίες, περιλαμβάνουν: άλγος του απιοειδούς μυός, κάκωση του αιδοιϊκού νεύρου, νευροπαθητικό πόνο,ς επανειλημμένης κάκωσης νεύρων (μοτοσυκλετιστές, οδηγοί), Κύστη κόκκυγα, παχυσαρκία ή αντίθετα απίσχναση. 


ΟΚοκκυγοδυνίαι ασθενείς διαμαρτύρονται για πόνο στον κόκκυγα όταν κάθονται, όταν γέρνουν προς τα εμπρός, όταν σηκώνονται από κάθισμα και μετά απο πολύωρη ορθοστασία. Σε κάποιες περιπτώσεις είναι ιδιαίτερα επώδυνη πάθηση, καθώς ο οξύς πόνος στον κόκκυγα αποτρέπει ολοκληρωτικά την ενασχόληση με καθημερινές δραστηριότητες. Ο πόνος επιδεινώνεται με δραστηριότητες που ασκούν πίεση όπως η ποδηλασία, η ιππασία, η αφόδευση και η σεξουαλική επαφή.

Ανακούφιση υπάρχει με τον ευθειασμό της περιοχής του κόκκυγα, την ανάπαυση ή ακόμα και με τις κινήσεις του εντέρου.

Διάφορες παθήσεις της Σπονδυλικής Στήλης μπορεί να συνυπάρχουν με κοκκυγοδυνία, αλλά δεν δεν προκαλούν ευαισθησία στον κόκκυγα. Αυτό είναι σημαντικό χαρακτηριστικό που βοηθά στην διαφοροδιάγνωση της πάθησης.


Ο διαγνωστικός έλεγχος είναι αρκετά δυσχερής και η διαφορική διάγνωση εστιάζεται στην παρουσία Κύστης κόκκυγα.

Χρήσιμα εργαλεία για διάγνωση αποτελούν οι ακτινογραφίες (που συνήθως δείχνουν κάποιες εκφυλιστικές αλλοιώσεις) και φυσικά η αξονική και μαγνητική τομογραφία που μπορεί να αποκαλύψουν παθολογικές καταστάσεις στην ιεροκοκκυγική περιοχή, όπως κύστεις, κατάγματα, όγκους.

Η κοκκυγοδυνία εμφανίζει στην οξεία φάση έντονο άλγος στην περιοχή του κόκκυγα και η προτεινόμενη αγωγή βοηθά στην ύφεση των συμπτωμάτων αλλά όχι στην αποτροπή της υποτροπής της κατάστασης ή στην οριστική της θεραπεία.

Στην οξεία φάση υπάρχει απόλυστη ένδειξη για αντιφλεγμονώδη φάρμακα, μαλάξεις στην περιοχή, χρήση ζεστών η ψυχρών επιθεμάτων. Βέβαια σε αρκετές περιπτώσεις τα συμπτώματα υποχωρούν μόνα τους.


Η συντηρητική αντιμετώπιση αρχίζει με τη χορήγηση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων (NSAIDs) με σκοπό τη μείωση της φλεγμονής και του πόνου, σε συνδυασμό με τη χρήση μαξιλαριού τύπου «σαμπρέλας», προκειμένου να ελαττωθεί η πίεση στον κόκκυγα και ο τοπικός ερεθισμός. Εάν ο αιτιολογικός παράγοντας της κοκκυγοδυνίας δεν απομακρυνθεί, η κατάσταση γίνεται χρόνια.

Στην περίπτωση αυτή, η θεραπεία μπορεί και να είναι η χειρουργική επέμβαση, αν και σύμφωνα με μελέτες η παρατεταμένη συντηρητική θεραπεία είναι συνήθως επιτυχής. Για τις περιπτώσεις εκείνες που ο πόνος στον κόκκυγα είναι επίμονος και δεν ανταποκρίνεται στις διάφορες συντηρητικές θεραπείες, τότε η χειρουργική θεραπεία είναι η επικρατέστερη επιλογή. Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται σε ασθενείς με συγκεκριμένες ενδείξεις αν και τα κριτήρια ακόμα και σήμερα παραμένουν ασαφή.

Αδυναμία ανταποκρίσης στη συντηρητική θεραπεία, αδυναμία καταστολής του πόνου ή επιδείνωση των συμπτωμάτων σε ένα επιμελώς εξετασθέντα ασθενή είναι βασικά κριτήρια επιλεξιμότητας για χειρουργική αντιμετώπιση.

Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε ασθενείς με τραυματισμούς στον κόκκυγα η με παρουσία χρόνιας φλεγμονής επειδή η χειρουργική επέμβαση μπορεί να προκαλέσει αρκετά σοβαρές επιπλοκές, όπως γενικευμένη λοίμωξη η επιμόλυνση της περιοχής καθώς και νέκρωση του οστού. Η χειρουργική επέμβαση συνίσταται σε εκτομή του κόκκυγα.

Η εκτομή του κόκκυγα ανακουφίζει συνήθως από τα συμπτώματα αν και συνιστάται μόνο σε περιπτώσεις ακραίου και παρατεταμένου πόνου.

Για επιλεγμένες περιπτώσεις υπάρχει και η επιλογή της περιορισμένης κοκκυγεκτομής, εκτομής δηλαδή μόνο του κινητού σημείου του οστού που προκαλεί βασικά λειτουργικά ενοχλήματα.

 

Για περισσότερες πληροφορίες και υπεύθυνη ενημέρωση επικοινωνήστε με τον κο Όθωνα Μιχαήλ, Γενικό Χειρουργό, Διευθυντή Χειρουργικής Κλινικής Ιατρικού Παλαιού Φαλήρου και Υπεύθυνο Τμήματος Ορθοπρωκτικής Χειρουργικής, Τηλ.: 2109520070, 6944435931 | Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε. | http://www.omichail.gr